ζωοτροφώ

ζωοτροφώ
(I)
(Μ ζωοτροφῶ, -έω) [ζωοτρόφος (Ι)]
εφοδιάζω κάποιον με τρόφιμα, παρέχω ζωοτροφίες
μσν.
μέσ. ζωοτροφούμαι, -έομαι
τρέφομαι, συντηρούμαι.
————————
(II)
(AM ζωοτροφῶ, -έω) [ζωοτρόφος (ΙΙ)]
τρέφω ζώα, συντηρώ ζώα, επιδίδομαι στη ζωοπαραγωγή
αρχ.
1. τρέφω ή έχω παρασιτικά ζωύφια
2. έχω, φυλάω ζώα.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”